- τρίπαλτος
- -ον, Ααυτός τον οποίο έχουν ανασείσει τρεις φορές, σφοδρότατος («τριπάλτων πημάτων», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρι-* + παλτός (< πάλλω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τριπάλτων — τρίπαλτος thrice brandished masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίπαλτος — δίπαλτος, ον (AM) 1. (για ξίφη, κεραυνούς κ.λπ.) αυτός που πάλλεται, εξακοντίζεται και με τα δύο χέρια 2. (για στρατό) καλά εξοπλισμένος και ορμητικός («πᾱς στρατὸς δίπαλτος ἄν μὲ χειρὶ φονεύοι» όλο το στράτευμα θα ριχτεί με μανία επάνω μου, κάθε … Dictionary of Greek